Αύριο το απόγευμα οι επιχειρηματίες Χρήστος Ιωάννου και Μίλτος Καμπουρίδης θα υποδεχθούν τους πρώτους καλεσμένους τους στη νέα εποχή του κτιρίου του Κωνσταντίνου Δοξιάδη στους πρόποδες του Λυκαβηττού.
Το ιστορικό κτίριο, ένα από τα εμβλήματα του μεταπολεμικού αθηναϊκού μοντερνισμού, επιστρέφει σταδιακά στην κοινωνική και οικονομική ζωή της πρωτεύουσας με νέα χρήση, καθώς οι εργασίες που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη τα τελευταία τρία χρόνια το μεταμόρφωσαν σε ένα υψηλών προδιαγραφών οικιστικό συγκρότημα με 26 κατοικίες διαφορετικών τύπων που ήδη έχουν τους πρώτους αγοραστές. Από τον Σεπτέμβριο το One Athens θα τεθεί σε πλήρη λειτουργία.
Λίγες ημέρες πριν από την επίσημη ξενάγηση, η «Κ» είχε την ευκαιρία να περιηγηθεί στους χώρους του One Athens, όπως λέγεται πια το κτίριο που γενιές Αθηναίων έχουν μάθει να ταυτίζουν με τις Σχολές Δοξιάδη. Εξωτερικά, τώρα που οι σκαλωσιές απομακρύνθηκαν και οι περαστικοί της οδού Στρατιωτικού Συνδέσμου ή του περιφερειακού του Λυκαβηττού έχουν άμεση οπτική επαφή με τις νέες όψεις, ο δομικός κάναβος, σήμα κατατεθέν της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, παραμένει ζωντανός, με τον τόνο να δίνει το σκούρο μάρμαρο Αλιβερίου που είναι πολύ αγαπητό τα τελευταία χρόνια στους θιασώτες του καλού γούστου. Σε αυτό το σημείο είναι καλό να θυμηθούμε ότι το κτίριο είναι χαρακτηρισμένο από το υπουργείο Πολιτισμού με διατηρητέα στοιχεία τον φέροντα οργανισμό, το αίθριο, τα κυκλικά κλιμακοστάσια και τον κάναβο στην μπροστινή όψη. Η είσοδος εξακολουθεί να γίνεται από τη Στρατιωτικού Συνδέσμου, ενώ στο αίθριο με το μαρμάρινο δάπεδο πέφτουμε πάνω σε οικείες εικόνες από την προηγούμενη ζωή του κτιρίου: στην ελιά που είχε απομακρυνθεί όσο διαρκούσαν τα έργα, ή στην επιφάνεια νερού σε ανάμνηση των πηγών του ποταμού Ηριδανού που στον αρχικό σχεδιασμό συνηγορούσαν υπέρ μιας κοινόχρηστης «όασης».
Περιμετρικά του αιθρίου η λέξη «όαση» αναβαπτίζεται με πιο σύγχρονους όρους. Καθώς το One Athens «πουλάει» τον εαυτό του ως την τελευταία λέξη του urban living με υπηρεσίες πεντάστερου ξενοδοχείου, πολλές από τις κοινόχρηστες ανέσεις που προσφέρονται στους ενοίκους αναπτύσσονται γύρω από το αίθριο: εδώ θα βρείτε το γυμναστήριο, το play room των 100 τετραγωνικών, το business center, το club room με δυνατότητα προβολής ταινιών.
Ολα αυτά σε κάνουν λίγο να ξεχνάς τον Δοξιάδη, αλλά όχι και τόσο. Οπως υποστηρίζει ο αρχιτέκτονας Νικόλας Τραβασάρος (το αρχιτεκτονικό του γραφείο Diversity έχει εκπονήσει τη μελέτη) «είναι χώροι που στοχεύουν στην ενίσχυση της συλλογικότητας και της κοινωνικής ζωής στο κτίριο, στα πρότυπα αντίστοιχων συγκροτημάτων κατοικιών του Μοντέρνου κινήματος».
Και σε τελική ανάλυση ας μην είμαστε υπερβολικοί: τα κτίρια είναι ζωντανοί οργανισμοί και τα περιθώρια επιβίωσης του ιστορικού κτιρίου ήταν μάλλον περιορισμένα με την αρχική χρήση. Χρειαζόταν ένα πειστικό επιχειρηματικό σχέδιο και αυτό πρόσφεραν οι δύο επιχειρηματίες με την απόφασή τους να εγκαταστήσουν εδώ ένα προνομιακό οικιστικό συγκρότημα με συναρπαστικές οπτικές φυγές τόσο προς την Ακρόπολη και τη θάλασσα όσο και προς τον καταπράσινο λόφο του Λυκαβηττού: ανεβαίνοντας την καταπληκτική σκάλα που κληρονομήθηκε αυτούσια από την εποχή Δοξιάδη, το πυκνό πράσινο που σχηματίζουν τα πεύκα του λόφου σχεδόν αγκαλιάζουν το κτίριο. Προσωπικά, το δέλεαρ της ορμητικής φύσης που εισβάλλει μέσα στο συγκρότημα είναι τόσο ισχυρό που θα με έκανε να το σκεφτώ πολύ αν υποθετικά βρισκόμουν στην πολύ ευχάριστη θέση να διαλέξω ανάμεσα στη θέα της Ακρόπολης και του Λυκαβηττού. Η επιλογή δεν είναι τόσο αυτονόητη όσο φαντάζεστε.
Σαν επίλογο θα λέγαμε ότι ο συμβιβασμός ανάμεσα στο χθες και στο αύριο γίνεται με τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Από τη μία πλευρά, η μελέτη αλλά και το τελικό αποτέλεσμα αναγνωρίζουν και αναδεικνύουν τα ουσιώδη στοιχεία της αρχιτεκτονικής ταυτότητας του κτιρίου, ενώ ταυτόχρονα έχουμε μια νέα, επιχειρηματικά βιώσιμη χρήση που επιτρέπει σε ένα έμβλημα του αθηναϊκού μοντερνισμού να επιζήσει μέσα στον 21ο αιώνα. Κι αυτό δεν είναι λίγο.
Από 77 έως 721 τ.μ.
Ανεβαίνοντας στους ορόφους συνειδητοποιείς ότι υπάρχουν στη διάθεση των υποψήφιων αγοραστών διαφορετικοί τύποι κατοικίας: οροφοδιαμερίσματα, διαμερίσματα, studios, maisonettes και townhouses. Το μεγαλύτερο διαμέρισμα αριθμεί 721 τ.μ., ενώ το μικρότερο στούντιο 77 τ.μ. Ο εξοπλισμός των διαμερισμάτων περιλαμβάνει τις ηλεκτρικές συσκευές στις κουζίνες και τον βασικό φωτισμό, ενώ πέρα από τις υποδομές πολυτελείας σημειώστε το υπόγειο πάρκινγκ αλλά και τις υπηρεσίες concierge, αντίστοιχες με αυτές πολύ καλών ξενοδοχείων. Ομως το «πνεύμα Δοξιάδη» επιβιώνει σε λιγότερο ή περισσότερο φευγαλέες όψεις του κτιρίου. Στα λίβινγκ ρουμ η φατνωματική πλάκα οπλισμένου σκυροδέματος, χαρακτηριστικό στοιχείο της αρχικής μορφής του κτιρίου, συντηρείται και παραμένει εμφανής. Τα minimal frame κουφώματα σχεδόν εξαϋλώνονται και αναδεικνύουν την προνομιακή θέση των διαμερισμάτων σε σχέση με τον Λυκαβηττό. Χωρικές ποιότητες του κτιρίου που είχαν χαθεί με τον χρόνο, όπως η διαπερατότητα των χώρων και η διττή αναφορά τους σε Ακρόπολη και Λυκαβηττό, αναβαπτίζονται. Το συγκρότημα που αποτελείται από τέσσερα διαφορετικά κτίρια, άρχισε να κατασκευάζεται το 1957 και σχεδιάστηκε από τον Κωνσταντίνο Δοξιάδη με συνεργάτες τους Τ. Κουραβέλο και Α. Σκέπερς.